ζαρντινιέρα
Προφορά
Ετυμολογία
ζαρντινιέρα └γαλλ┘ jardiniere
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζαρντινιέρα
✦ μόνιμη κατασκευή σε σχήμα στενόμακρης γλάστρας σε μπαλκόνια ή κήπους μέσα στην οποία φυτεύονται καλλωπιστικά φυτά ή τοποθετούνται γλάστρες
✦ είδος μεγάλης γλάστρας με στενόμακρο σχήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–