ζάλη
Προφορά
Ετυμολογία
ζάλη αρχαία ελληνική ζάλη (= σάλος, τρικυμία)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζάλη
✦ ίλιγγος
✦ σκοτοδίνη
✦ (μτφ. ) ταραχή: μακριά απ’ τα πλήθη κι απ’ τη ζάλη κι απ’ τη βοή (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
σκοτούρα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–