ευαγγελισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ευαγγελισμός μεσαιωνική ελληνική εὐαγγελισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ευαγγελισμός
✦ ευχάριστο άγγελμα
✦ (ειδ.) η αναγγελία στην παρθένο Μαρία για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–