έτοιμος
Προφορά
Ετυμολογία
έτοιμος αρχαία ελληνική ἕτοιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έτοιμος -η, -ο
✦ ο προετοιμασμένος για κάτι: σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος… (Κ. Καβάφης)
✦ πρόθυμος για κάτι: είμαι έτοιμος να του παρασταθώ
✦ τελειωμένος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αμέσως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανέτοιμος
Επιρρήματα
έτοιμα (Κ ετοίμως)