ετεροβαρής
Προφορά
Ετυμολογία
ετεροβαρής μεσαιωνική ελληνική ἑτεροβαρής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ετεροβαρής -ής, -ές
✦ που βαρύνει ή κλίνει προς το ένα μέρος
✦ που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις: σύμβαση ετεροβαρής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμφοτεροβαρής
Επιρρήματα
ετεροβαρώς