ετασμός
Προφορά
Ετυμολογία
ετασμός μεταγενέστερη ελληνική ἐτασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ετασμός
✦ εξέταση, διερεύνηση: ο ορυμαγδός της πράξης με εμποδίζει να σκέπτομαι την άβυσσο του ετασμού (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–