ερημικός
Προφορά
Ετυμολογία
ερημικός μεταγενέστερη ελληνική ἐρημικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ερημικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην ερημιά, ο της ερήμου: ερημική βλάστηση
✦ μοναχικός
✦ (για τόπο) ακατοίκητος ή ασύχναστος από ανθρώπους: ερημικά σωπαίνουν πρωτογνώριστα μέρη (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ερημικά (Κ ερημικώς)