εποχή
Προφορά
Ετυμολογία
εποχή αρχαία ελληνική ἐποχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εποχή
✦ χρονική περίοδος, ιδ. εκείνη που έγινε σημαντική για την ιστορία: η εποχή της Αναγέννησης – η αλεξανδρινή εποχή
✦ (ειδ.) μεγάλο χρονικό διάστημα του προϊστορικού παρελθόντος της γης: παλαιολιθική εποχή
✦ καθεμιά από τις περιόδους στις οποίες διαιρείται το έτος και κατά την οποία επικρατούν ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες: η εποχή του φθινοπώρου – της άνοιξης
✦ χρονικό διάστημα κατά το οποίο περιοδικά εμφανίζεται ή γίνεται κάτι: η εποχή του θερισμού – του τρύγου
✦ φρ. στην εποχή μου, κατά τη νεότητά μου – άφησε εποχή, μνημονεύεται για καλό ή κακό η δράση κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–