επίταξη
Προφορά
Ετυμολογία
επίταξη αρχαία ελληνική ἐπίταξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επίταξη
✦ διαταγή, προσταγή
✦ επιβολή εισφοράς σε είδος ή κατάληψη ειδών ή ακινήτων από το στρατό σε περίοδο εξαιρετικών συνθηκών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–