επιστρατεύω
Προφορά
Ετυμολογία
επιστρατεύω αρχαία ελληνική ἐπιστρατεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιστρατεύω
✦ καλώ στρατεύσιμους στα όπλα
✦ κινητοποιώ τις ένοπλες δυνάμεις
✦ κινητοποιώ ανθρώπους ή μέσα για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: αν επιστρατεύσεις όλες σου τις ικανότητες, θα επιτύχεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–