επίπλευση
Προφορά
Ετυμολογία
επίπλευση αρχαία ελληνική ἐπίπλευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επίπλευση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπλέω
✦ μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμίξεις που τα συνοδεύουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–