αγγειογραφικός
Προφορά
Ετυμολογία
αγγειογραφικός αγγειογραφία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγγειογραφικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγγειογραφία
✦ θηλ. αγγειογραφική ως ουσ., η τέχνη της διακοσμήσεως αγγείων, αγγειογραφία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–