επιθεωρητής
Προφορά
Ετυμολογία
επιθεωρητής επιθεωρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επιθεωρητής
✦ θηλ. επιθεωρήτρια ανώτερος υπάλληλος που ελέγχει τη λειτουργία υπηρεσίας ή υπηρεσιών: επιθεωρητής δημοσίων έργων – μέσης εκπαιδεύσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–