επηρεασμός
Προφορά
Ετυμολογία
επηρεασμός αρχαία ελληνική ἐπηρεασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επηρεασμός
✦ η άσκηση επιδράσεως στη διαμόρφωση αντιλήψεων, αισθημάτων, ιδεών: οι δηλώσεις του αποβλέπουν στον επηρεασμό της κοινής γνώμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–