εξαιρετικός
Προφορά
Ετυμολογία
εξαιρετικός εξαιρώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εξαιρετικός -ή, -ό
✦ που αποτελεί εξαίρεση, ασυνήθιστος, έκτακτος: εξαιρετική περίπτωση
✦ εξαίρετος, μοναδικός: ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός
✦ ξεχωριστός: εξαιρετική εκτίμηση
✦ κρίσιμος: συνθήκες εξαιρετικές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συνήθης, συνηθισμένος
Επιρρήματα
εξαιρετικά (Κ εξαιρετικώς)