ένζυμος
Προφορά
Ετυμολογία
ένζυμος μεσαιωνική ελληνική ἔνζυμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ένζυμος -η, -ο
✦ που παρασκευάζεται με προζύμι
✦ το ένζυμο(ν) ως ουσ., ουσία που παράγεται από ζωικά ή φυτικά κύτταρα και έχει καταλυτική επίδραση σε άλλες ουσίες ή επιταχύνει διάφορες αντιδράσεις
Συνώνυμα
φύραμα
Αντίθετα
άζυμος
Επιρρήματα
–