ενδύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ενδύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/ενδύω.mp3Ετυμολογίαενδύω αρχαία ελληνική ἐνδύω Ερμηνεία└ρήμα┘ ενδύω ✦ σκεπάζω, περιβάλλω κάποιον με ρούχο, ντύνω ✦ (μέσ.) ενδύομαι, φορώ, ντύνομαι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–