εμβρυακός


εμβρυακός
Προφορά

Ετυμολογία
εμβρυακός έμβρυον

Ερμηνεία
εμβρυακός

✦ κ. εμβρυακός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο του εμβρύου: η εμβρυϊκή ζωή
(μτφ. ) στοιχειώδης, αδιαμόρφωτος, όπως το έμβρυο: εμβρυϊκές μορφές τέχνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.