αγαντάρω
Προφορά
Ετυμολογία
αγαντάρω └ιταλ┘agguantare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγαντάρω
✦ στηρίζομαι, πιάνομαι από κάπου: κάνει άλλο ένα βήμα με το άλλο πόδι, ν’ αγαντάρει και να βγει από τη λακκούβα (Η. Βενέζης)
✦ αντέχω, ανέχομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–