διυλίζω
Προφορά
Ετυμολογία
διυλίζω μεταγενέστερη ελληνική διυλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διυλίζω
✦ καθαρίζω υγρό από τις ξένες ουσίες, φιλτράρω
✦ (μτφ. ) εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή
✦ φρ. οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες (Καινή Διαθήκη), γι’ αυτούς που ασχολούνται υπερβολικά με τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–