δικαστηριακός


δικαστηριακός
Προφορά

Ετυμολογία
δικαστηριακός δικαστήριο

Ερμηνεία
επίθετο┘ δικαστηριακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε δικαστήριο, ο σχετικός με δικαστήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.