αγαλματοποιητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αγαλματοποιητικός αρχαία ελληνική ἀγαλματοποιητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγαλματοποιητικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον αγαλματοποιό ή την αγαλματοποιία
✦ θηλ. αγαλματοποιητική ως ουσ., η αγαλματοποιία (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–