δέστρα
Προφορά
Ετυμολογία
δέστρα δένω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δέστρα
✦ σιδερένιος πάσσαλος στην προκυμαία, όπου δένονται τα παλαμάρια των καραβιών: ως κι οι δέστρες για τα καράβια ήταν η καθεμιά με σκαλίσματα (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–