δεσπόζουσα
Προφορά
Ετυμολογία
δεσπόζουσα └θηλ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος δεσπόζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δεσπόζουσα
✦ ο πέμπτος φθόγγος της μουσικής κλίμακας και η σχηματιζόμενη σ’ αυτήν την κλίμακα συγχορδία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–