δεσμώτρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δεσμώτριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δεσμώτρια.mp3Ετυμολογίαδεσμώτρια αρχαία ελληνική δεσμώτης Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο δεσμώτρια ✦ θηλ. δεσμώτρια (Κ -τις, -ιδος) φυλακισμένος ✦ (μτφ. ) δούλος, αιχμάλωτος ΣυνώνυμαδέσμιοςΑντίθετα–Επιρρήματα–