δέσμιος


δέσμιος
Προφορά

Ετυμολογία
δέσμιος αρχαία ελληνική δέσμιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δέσμιος -ια, -ιο

✦ δεμένος: τον οδήγησαν δέσμιο στη φυλακή
✦ ο κρατούμενος με δεσμά, φυλακισμένος
(μτφ. ) υποχείριος, αιχμάλωτος: δέσμιος των παθών του

Συνώνυμα
δούλος, σκλάβος
Αντίθετα
λυτός ,ελεύθερος ,λυτρωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.