δεκάρα


δεκάρα
Προφορά

Ετυμολογία
δεκάρα δεκάρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δεκάρα

✦ κέρμα αξίας δέκα λεπτών
✦ ασήμαντο χρηματικό ποσό: αγόρασε το οικόπεδο με μια δεκάρα
✦ φρ. της δεκάρας, χωρίς σημασία
✦ φρ. δε δίνω δεκάρα, αδιαφορώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.