δεδηλωμένη


δεδηλωμένη
Προφορά

Ετυμολογία
δεδηλωμένη └θηλ┘ μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος δηλόω -ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δεδηλωμένη

✦ η πλειοψηφία κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.