δαρτός
Προφορά
Ετυμολογία
δαρτός αρχαία ελληνική δαρτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ δαρτός -ή, -ό
✦ αυτός που έχει ξυλοκοπηθεί, δαρμένος
✦ (μτφ. ) ορμητικός, ραγδαίος: δαρτή βροχή
✦ (για γάλα, αβγά κτλ.) που έχει υποστεί ανατάραξη κατά την επεξεργασία του: δαρτό γάλα
✦ ο χωρίς δέρμα, γδαρμένος: δαρτό αρνί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–