δάπεδο


δάπεδο
Προφορά

Ετυμολογία
δάπεδο αρχαία ελληνική δάπεδον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δάπεδο

✦ το διαμορφωμένο έδαφος, ιδ. σε κλειστούς χώρους

Συνώνυμα
πάτωμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.