δαμαλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
δαμαλίδα αρχαία ελληνική δάμαλις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η δαμαλίδα
✦ μικρή αγελάδα
✦ αρρώστια των βοδιών ανάλογη με την ευλογιά του ανθρώπου
✦ ορός εμβολιασμού κατά της ευλογιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–