δακρύβρεκτος
Προφορά
Ετυμολογία
δακρύβρεκτος δάκρυ + βρέχω
Ερμηνεία
δακρύβρεκτος
✦ κ. δακρύβρεχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) ποτισμένος με δάκρυα: δακρύβρεχτη επιστολή· (κ. μτφ.) δακρύβρεχτο ανάγνωσμα, που εκφράζει φτηνούς συναισθηματισμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–