δαιμονοπαρμένος


δαιμονοπαρμένος
Προφορά

Ετυμολογία
δαιμονοπαρμένος δαίμων + παίρνω

Ερμηνεία
δαιμονοπαρμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. δαιμονισμένος: όταν έξαφνα καμιά δαιμονοπαρμένη γριά ξεφωνίσει μες στην εκκλησιά (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.