γύψωση


γύψωση
Προφορά

Ετυμολογία
γύψωση γυψόω -ῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γύψωση

✦ η επίχριση με γύψο
✦ η επίδεση μέλους του σώματος με γύψινο επίδεσμο (για να παραμένει ακίνητο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.