γρηγορεύω
Προφορά
Ετυμολογία
γρηγορεύω γρήγορος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γρηγορεύω
✦ επιταχύνω: γρηγορέψαμε το βήμα μας (Δ. Σωτηρίου)
✦ (αμτβ.) γίνομαι ταχύτερος, σπεύδω: η ποδοβολή τους ακούστηκε να γρηγορεύει σαν πιο αλαφριά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–