γουδοχέρι
Προφορά
Ετυμολογία
γουδοχέρι γουδί + χέρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γουδοχέρι
✦ ο κόπανος του γουδιού
✦ φρ. το γουδί το γουδοχέρι, τα ίδια και τα ίδια (για όσους εμμένουν πεισματικά στη γνώμη τους ή επαναλαμβάνουν, αναλλοίωτα, τα ίδια πράγματα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–