γκιπούρ
Προφορά
Ετυμολογία
γκιπούρ └γαλλ┘ guipure
Ερμηνεία
γκιπούρ
✦ άκλ. είδος δαντέλας χωρίς φόντο της οποίας τα κομμάτια χωρίζονται μεταξύ τους με μεγάλα κενά
✦ οτιδήποτε (σχέδιο, ύφασμα κτλ.) θυμίζει τη δαντέλα αυτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–