γιούκος
Προφορά
Ετυμολογία
γιούκος └τουρκ┘yόk (= μεγάλο ντουλάπι όπου τοποθετούνται κλινοσκεπάσματα)
Ερμηνεία
γιούκος
✦ στοίβα από κλινοσκεπάσματα, στρώματα, κουβέρτες κτλ.
✦ κοίλωμα στον τοίχο όπου τοποθετούν σε στοίβα τα κλινοσκεπάσματα, στρώματα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–