γιορτάσι
Προφορά
Ετυμολογία
γιορτάσι ἑορτάσειν, απαρέμ. μέλλ. του αρχαίου ελληνικού ἑορτάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γιορτάσι
✦ γιορτή: αληθινό γιορτάσι της γης, που πια εσαρκώθη τ’ όνειρό της (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–