γεφυροποιία


γεφυροποιία
Προφορά

Ετυμολογία
γεφυροποιία μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ γεφυροποιός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γεφυροποιία

✦ η κατασκευή γεφυρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.