γέρμα
Προφορά
Ετυμολογία
γέρμα γέρνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γέρμα
✦ κλίση προς τα κάτω, γέρσιμο, ηλιοβασίλεμα: και πάντα ωραία τα σύννεφα στο γέρμα (Γ. Δελής)
✦ (μτφ. ) το τέλος της ζωής, η «δύση του βίου»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χάραμα
Επιρρήματα
–