γενναίος


γενναίος
Προφορά

Ετυμολογία
γενναίος αρχαία ελληνική γενναῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ γενναίος -α, -ο

✦ αντρείος, θαρραλέος: γενναίος στρατιώτης – γενναία στάση – ο δειλός μ’ ένα φίλημα σκοτώνει, ο άντρας ο γενναίος με το σπαθί (Κ. Καρθαίος)
✦ πλουσιοπάροχος, άφθονος: γενναίο δώρο – γενναία συνδρομή

Συνώνυμα
αντρειωμένος, ψυχωμένος, γενναιόκαρδος ,αδρός, παχυλός, γενναιόδωρος
Αντίθετα
δειλός, λιγόψυχος, άτολμος ,φτωχός, πενιχρός, μίζερος
Επιρρήματα
γενναία (Κ γενναίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.