γένι
Προφορά
Ετυμολογία
γένι μεσαιωνική ελληνική γένι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γένι
✦ το τρίχωμα στο πιγούνι και στα μάγουλα των ανδρών, γενειάδα
✦ οι τρίχες στο σαγόνι και κοντά στο ρύγχος ορισμένων θηλαστικών
✦ (παροιμ. φρ.) ο παπάς πρώτα τα γένια του βλογάει, καθένας για τον εαυτό του πρώτα φροντίζει – όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια, αυτός που επιχειρεί και χειρίζεται κάτι έχει και τα μέσα για την επίλυσή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–