γαλήνη
Προφορά
Ετυμολογία
γαλήνη αρχαία ελληνική γαλήνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γαλήνη
✦ ησυχία της θάλασσας
✦ (γεν.) ευδία, νηνεμία
✦ (μτφ. ) ψυχική αταραξία, πραότητα: η αγάπη σας γίνεται μίσος η γαλήνη σας γίνεται ταραχή (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
ηρεμία, κάλμα, μπουνάτσα
Αντίθετα
τρικυμία, φουρτούνα, φουσκοθαλασσιά
Επιρρήματα
–