βλησίδι
Προφορά
Ετυμολογία
βλησίδι μεσαιωνική ελληνική βλησίδιον, υποκοριστικό του βλῆσις (=αφιέρωμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βλησίδι
✦ θησαυρός θαμμένος που ανευρίσκεται τυχαία
✦ αφθονία χρημάτων ή προϊόντων, πλούτος
✦ πολύτιμο αφιέρωμα σε εκκλησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–