βινιέτα


βινιέτα
Προφορά

Ετυμολογία
βινιέτα └γαλλ┘ vignette

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βινιέτα

✦ ζωγραφικό ή γραμμικό κόσμημα, που χωρίζει τα κεφάλαια βιβλίου
✦ ζωγραφικό πλαίσιο σελίδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.