βιβλιοθηκονόμος
Προφορά
Ετυμολογία
βιβλιοθηκονόμος βιβλιοθήκη + -νόμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η βιβλιοθηκονόμος
✦ ο ειδικευμένος στη βιβλιοθηκονομία, στην οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία βιβλιοθηκών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–