βαλβίδα
Προφορά
Ετυμολογία
βαλβίδα αρχαία ελληνική βαλβίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βαλβίδα
✦ ανάχωμα σε στάδια ή γήπεδα από όπου βάλλουν οι ρίπτες
✦ αφετηρία, η γραμμή απ’ όπου ξεκινούν οι αγωνιζόμενοι δρομείς
✦ εξάρτημα μηχανής που επιτρέπει ή εμποδίζει τη διέλευση υγρού ή αερίου
✦ (ανατομ.) πτυχή στην εσωτερική επιφάνεια αγγείων και αυλοειδών οργάνων του σώματος, που κατευθύνει τα κυκλοφορούντα υγρά προς ορισμένη κατεύθυνση, και εμποδίζει την παλινδρόμησή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–