wain Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply wainΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/w/wain.mp3{weın} (Ουσιαστικό)● κάρρο └[Εκφράσεις]┘● Charles’s Wain = Μεγάλη Άρκτος● Lesser Wain = Μικρή Άρκτος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση