voucher


voucher
Προφορά

{‘vaʋtʃər}

(Ουσιαστικό)
● μάρτυς
● απόδειξη πληρωμής
● διατακτική ταξιδιού
● παραστατικό στοιχείο
● εγγυητής

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.