voucher Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply voucherΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/v/voucher.mp3{‘vaʋtʃər} (Ουσιαστικό)● μάρτυς● απόδειξη πληρωμής● διατακτική ταξιδιού● παραστατικό στοιχείο● εγγυητής Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση